λιπόλυση

λιπόλυση
Η διάσπαση των λιπών μέσα στον οργανισμό. Τα λίπη που έχουν αποταμιευτεί στον οργανισμό κινητοποιούνται υπό την επίδραση διαφόρων ενζύμων και εισέρχονται στην κυκλοφορία. Η αποικοδόμηση των λιπών είναι ιδιαίτερα περίπλοκο φαινόμενο και μπορεί να γίνει από όλους τους ιστούς, κυρίως όμως από το ήπαρ. Ικανότητα διάσπασης των ζωικών και φυτικών λιπών με ταυτόχρονη έκλυση μεγάλων ποσοτήτων ενέργειας έχουν επίσης πολλοί μικροοργανισμοί (για παράδειγμα, αερόβια και αναερόβια βακτηρίδια των γενών ψευδομονάδα και κλωστρίδιο, ευρωτομύκητες κ.ά.). Η διάσπαση των λιπών αρχίζει με επίδραση των λιπασών πάνω στα λίπη και καταλήγει στον σχηματισμό γλυκερόλης, λιπαρών οξέων και νερού. Οι μικροοργανισμοί αυτοί ονομάζονται λιπολυτικοί οργανισμοί και η διάσπαση των λιπών αποτελεί γι’ αυτούς μόνο πηγή άνθρακα. Μεγάλες είναι οι βλάβες που προξενούν οι λιπολυτικοί οργανισμοί στα τρόφιμα και σε διάφορα βιομηχανικά προϊόντα που περιέχουν λίπη (π.χ. βούτυρο, φυτικά έλαια, κρέας, ψάρια, ελαιοχρώματα κ.ά.).
* * *
και λυπολυσία, η
(βιοχ.-φυσιολ.) η ενζυμική υδρόλυση τών λιπών τής τροφής υπό την επίδραση τής παγκρεατικής και τής εντερικής λιπάσης, καθώς και η κινητοποίηση τών αποθεμάτων λίπους τού σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. lipolysis < νεολατ. lipolysis < lip(o)- (< λίπος) + -lysis (< λύση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λίπος — το (AM λίπος, ους) ουσία ζωικής ή φυτικής προέλευσης, μη πτητική, αδιάλυτη στο νερό, ελαιώδης ή γλοιώδης στην αφή, κν. πάχος (α. «φυτικό λίπος» β. «ζωικό λίπος» γ. «λίπος ἐλαίας», Σοφ.) νεοελλ. 1. (ανατ. φυσιολ.) το σύνολο ή μέρος τού λιπώδους… …   Dictionary of Greek

  • στεατολυσία — και στεατόλυση, η, Ν βιολ. η λιπόλυση, η διάλυση και απορρόφηση τών λιπαρών ουσιών στον ζωικό οργανισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. steatolysis (< στέαρ, ατος + λύση)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”